- ἀντίψυχος
- -ος,-ον + A 0-0-0-0-2=2 4 Mc 6,29; 17,21giving one’s life in recompense for another’s 4 Mc 6,29; ἀντίψυχον atone-ment, recompense 4 Mc 17,21; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αντίψυχος — ἀντίψυχος, ον (Α) αυτός που δίνεται ως αντάλλαγμα της ζωής … Dictionary of Greek
ἀντίψυχος — given for life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίψυχον — ἀντίψυχος given for life masc/fem acc sg ἀντίψυχος given for life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίψυχα — ἀντίψυχος given for life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίψυχοι — ἀντίψυχος given for life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek